- ντεκλαμάτο
- (Μουσ.). Ειδική μορφή άσματος, που παίζει ρόλο ρετσιτατίβο και εκφράζεται σαν ένα ευρύτερο τραγούδι, που τείνει να αντικαταστήσει τις κλειστές μορφές (άρια, ρομάντζα, καβατίνα κλπ.) στη φωνητική μουσική και κυρίως στην όπερα. Αν και ο όρος μπορεί να αναφέρεται και στα ρετσιτατίβι των συνθέσεων της φλωρεντινής καμεράτα, στο δραματικό αριόζο των έργων του Μοντεβέρντι και άλλων συνθετών πριν από την καθιέρωση των κλειστών φωνητικών σχημάτων, το ν. θεωρείται μια κατάκτηση του σύγχρονου μελοδράματος. Το ν. βρίσκει παραδειγματική εφαρμογή στα μουσικά δράματα του Βάγκνερ (η βαγκνερική μεταρρύθμιση, στο πρόγραμμα της για μια ορθολογιστική αντιμετώπιση της όπερας, αποκλείει το σύστημα της κλειστής άριας για ν’ αφήσει χώρο στην αδιάκοπη ροή της μουσικής), στα έργα του Κλοντ Ντεμπισί, του Ρίχαρντ Στράους, του Ιλντεμπράντο Πιτσέτι κ.ά.
Dictionary of Greek. 2013.